-
1 χέρσος
A dry land, opp. water, ἐπὶ χέρσου, opp. ἐν πόντῳ, Od.10.459, cf. 15.495; ;λάϊγγας ποτὶ χ. ἀποπλύνεσκε θάλασσα 6.95
;κῦμα.. βοάᾳ ποτὶ χ. Il.14.394
;κῦμα.. χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει 4.425
;χέρσον ἱκέσθαι Od.9.486
, 542;ἐπὶ χέρσω Sapph.Supp.9.10
;κατὰ χέρσον A.Pers. 873
(lyr.), E.IT 884 (lyr.); χέρσῳ on or by land, A.Pers. 977 (lyr.), Ag. 558, E.Hel. 1066: prov.,ἐν πόντῳ νᾶες, ἐνχέρσῳ πόλεμοι Pi.O.12.4
, cf. N.1.62;πολλὰ.. ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ' ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται A.Pers. 707
(troch.); πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χ., of the realm of Hades, Id.Th. 860(lyr.).—In Hom. the gender cannot be determined, fem. Pi.Fr.75.17 (dub.l.), A.Supp.31 (anap.), Thphr.CP3.13.3, D.S.3.15, etc.: pl., ἐν ταῖς χέρσοις on barren soils, Thphr.HP8.6.4.II after Hom. as Adj., χέρσος, ον, dry, firm, of land, Hdt.2.99; Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον to the mainland of Europe, Pi. N.4.70; ἐν κονίᾳ χέρσῳ, opp. πόντῳ, ib.9.43.2 dry, hard, barren,τῆς χώρης ἐούσης χ. Hdt.4.123
;στύφλος δὲ γῆ καὶ χ. S.Ant. 251
; παραδοῦναι [ τὴν γῆν] χέρρον, i.e. ψιλήν, without a crop on it, IG22.2492.16;χ. καὶ ἄκανθα ἔσται ἡ γῆ LXX Is.7.24
; waste places,A.
Fr. 189; χ. λιμήν a harbour left dry, AP9.427 (Barb.): freq. in Pap., PAmh.2.31.12 (ii B. C.), etc.3 metaph., barren, of women, .b c. gen., barren of,πυρὰ χέρσος ἀγλαϊς μάτων E.El. 325
. (Cf. Skt. hár[ snull ] ate 'become stiff, bristle', Avest. zarštva- 'stone', Lat. horreo.) -
2 θεμοω
(только 3 л. sing. aor. θέμωσε) ставить перед необходимостью, т.е. заставлять, толкатьκῦμα θέμωσε (sc. τέν νῆα) χέρσον ἱκέσθαι Hom. — течение заставило корабль пристать (т.е. прибило его) к берегу
-
3 θεμόω
θεμόω, only in phrase [νῆα] θέμωσε.. χέρσον ἱκέσθαι -
4 θεμόω
Grammatical information: v.Other forms: only aor.Derivatives: Denominative verb from θεμός, only in θεμούς διαθέσεις, παραινέσεις H. and in PN, Θέμ-ανδρος, Θεμό-θεος (Bechtel Hist. Personennamen 201f.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The usual rendering withh `cause, mettre en état de' or simply `drove ashore (landwards)' (LSJ) is too abstract; we expect rather an instrumentative `provide with θεμός' v. t. We simply don't knowPage in Frisk: 1,661Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεμόω
-
5 ἔντος
ἔντος (ἐντέων, ἔντεσιν, ἔντεσσιν, ἔντεα) pl.,a armourχαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74
bI harnessἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα O. 13.20
βοέους (v. l. βοέοις) δήσαις ἀνάγκᾳ (- ας v. l., - αις Σ)ἔντεσιν αὐχένας P. 4.235
II equipage of a chariotκατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34
σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν (τοῖς πεζοῖς καὶ τοῖς ἱππεῦσιν. Σ.) N. 9.22c ships' gear, sails (but cf. O. 7.12)ἀπότρεπε αὖτις Ἑὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70
d musical instrumentπαρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21
c. gen., defining,ἁδυμελεῖ φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
См. также в других словарях:
θεμώ — θεμῶ, όω (Α) [θεμός] κάνω κάτι να προσεγγίσει, ωθώ, αναγκάζω κάτι να πλησιάσει, οδηγώ («θέμωσε... χέρσον ἱκέσθαι» ώθησε, έσπρωξε το πλοίο προς την ξηρά ή οδήγησε το πλοίο προς την ξηρά, δηλ. στον προορισμό του, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek